- ποιμενίς
- -ίδος, η, Ν1. νεαρό κορίτσι που βόσκει ποίμνια, βοσκοπούλα2. η κόρη τού ποιμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν, -μένος + επίθημα -ίς. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποιμένας — ο / ποιμήν, ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α 1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός 2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός,… … Dictionary of Greek